justar - ορισμός. Τι είναι το justar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι justar - ορισμός


justar      
(provençal jostar) vint
1 Entrar em justa: ''A cavalo... com a lança ninguém justava melhor'' (Rebelo da Silva). vtd
2 Esgrimir: Justar lanças. vint
3 Disputar a alguém alguma coisa.
(justo+ar2) vtd pop
1 Ajustar: O fazendeiro justou mais trabalhadores.
2 Acertar: Justava as contas semanalmente.
justar      
v. (-sXIV cf. FichIVPM)
1 int. entrar em 1 justa; lutar ou combater com outra pessoa, a lança e a cavalo, em torneio
2 t.d.bit. manejar (espada, florete etc.); esgrimir, jogar
os combatentes justaram seus floretes j. lanças contra a injustiça
-etim orig.contrv.; segundo AGC, prov. do esp. justar cat. justar lat.vulg. juxtare 'pôr junto' adv.prepos. lat. juxta 'logo depois, contíguo, junto, paralelo a'; Nascentes já parte do étimo catalão justar ; JM deriva de 1 justa ; ver just(a)- ; f.hist. sXIV justar , sXIV iustar , sXIV justardes , sXV justauom -hom justa(3ªp.s.), justas(2ªp.s.)/ justa (s.f.) e pl.; justo(1ªp.s.)/ justo (adj.s.m.adv.)
justar      
v. (-1524-1585 cf. JFVascUlis)
1 t.d.,t.i.,bit. e pron. m.q. ajustar (em todas as acp., exceto mat e 'armar-se')
2 t.d. contratar por soldo; assoldadar, assalariar
-etim f.afer. de ajustar ; ver jur- ; f.hist. 1524-1585 justei -hom ver 1 justar